-
1 μονο-μαχέω
μονο-μαχέω, einzeln, im Zweikampfe mit Einem kämpfen; εἰς ἀγῶνα μονομαχοῠντ' ἀλκὴν δορός, Eur. Phoen. 1372, vgl. 1226; Her. in ion. Form μουνομ. τινί, 7, 104. 9, 26; auch μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, 9, 27, sie kämpften allein mit dem Perser; ὃς ἐμονομάχει τῷ Ἡφαίστῳ, Plat. Crat. 391 e; Folgde; Pol. 3, 62, 5; πρὸς τὸν βάρβαρον, 35, 5, 1; Plut. u. Luc.
-
2 μονομαχεω
ион. μουνομᾰχέω биться один на один, единоборствовать(τινι Her., Plat.; πρός τινα Polyb.)
μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ Her. — одни из всех греков, сразившиеся с персами -
3 μονομαχέω
A fight in single combat, E.Ph. 1220; τινι with one, Hdt.9.26, Pl.Cra. 391e, etc.;πρός τινα Plb.35.5.1
.II μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ having fought singlehanded with the Persians, of the Athenians at Marathon, Hdt.9.27;δυοῖσι οὐκ ἂν μουνομαχέοιμι Id.7.104
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονομαχέω
-
4 μονομαχέω
μονο-μαχέω, einzeln, im Zweikampfe mit einem kämpfen; auch μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, sie kämpften allein mit dem Perser
См. также в других словарях:
μονομαχώ — (ΑΜ μονομαχῶ, έω, Α ιων. τ. μουνομαχῶ) [μονομάχος] μάχομαι μόνος προς έναν μόνο αντίπαλο («ἐμουνομάχησέ τε καὶ ἐπέκτεινε Ὕλλον», Ηρόδ.) μσν. 1. πολεμώ μόνος εναντίον πολλών αντιπάλων 2. συνεκδ. πολεμώ, παίρνω μέρος σε μάχες αρχ. 1. (στην αρχαία… … Dictionary of Greek